Δήμητρα Παπαδοπούλου: Πέρασα κι εγώ τη φάση του «πότε θα γίνω μάνα»
- Admin
- Nov 21, 2017
- 3 min read

Η Δήμητρα Παπαδοπούλου είναι περίπτωση: Γράφει, παίζει, σκηνοθετεί, κάνει χιούμορ, αυτοσαρκάζεται, βρίζει. Μια γυναίκα που δεν μοιάζει με τις άλλες. Ανένταχτη, τολμηρή, αθυρόστομη, αυθόρμητη, οικεία, λέει πράγματα που όλοι θα θέλαμε να πούμε. Κι επειδή θέλει να αλλάξει τον κόσμο, προσπαθεί να αλλάξει τον εαυτό της...
«Από μικρή έγραφα, σκάλιζα ένα κείμενο. Οποτε είχα κανένα ζόρι, έγραφα. Το μόνο καλό που έκανα στο σχολείο ήταν οι εκθέσεις. Έγραφα καλές εκθέσεις και ήμουν καλή στη γυμναστική. Πήγαινα στο 5ο, στα Εξάρχεια.
Η πρώτη απόπειρα να γράψω ήταν μέσα στη τάξη όταν κάναμε την Ιθάκη του Καβάφη. Η διπλανή μου γελούσε με αυτά που έγραφα. Με το γράψιμο αλλάζω λίγο την μουντίλα της πραγματικότητας, γιατί γουστάρω να είναι πιο πειραγμένα τα πράγματα.
Προχωρώντας, το έφερε έτσι η ζωή κι αυτό έγινε η δουλειά μου. Κι όταν πήρα τα πρώτα μου λεφτά, από αυτό που παλιά με πέταγαν έξω από τη τάξη, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πήγα στη δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Στην αρχή έγραφα κείμενα, μετά έγραψα ολόκληρη επιθεώρηση. Η Αννα Βαγενά την πήρε, την έκανε παράσταση και πήγαμε περιοδεία. Μου φαινόταν οξύμωρο ότι αυτά που έγραφα θα μου έφερναν λεφτά, ότι η καφρίλα μου θα μου έφερνε λεφτά. Την ίδια στιγμή που μια ολόκληρη κοινωνία πάσχιζε να μου τη αφαιρέσει, σαν μίασμα. Στο σχολείο τραβούσα τα πάνδεινα επειδή ήμουν αθυρόστομη. Με έβγαζαν από την τάξη, μου είχαν βάλει, όντως, πιπέρι στο στόμα, στο δημοτικό. Από την εφηβεία και μετά κούλαρα».

Οι γονείς μου δεν έλεγαν και πολλά. Δεν είχαν και τον χρόνο. Ως απόδημοι, αλλάζαμε συχνά χώρες, τόπους, μέρη... Ο πατέρας μου ήταν μηχανολόγος. Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, όπου είχαν γεννηθεί και ο γονείς μου. Οι παππούδες μου ήταν από την Κύπρο. Για αυτό όταν φύγαμε από την Αίγυπτο πήγαμε πρώτα στην Κύπρο, μετά στη Θεσσαλονίκη και ύστερα Αθήνα.
Όλο αυτό ήταν πολύ δύσκολο για ένα παιδί, μεγάλη απορρύθμιση. Αλλά επειδή πάντα ψάχνω το θετικό, όλο αυτό με έκανε πολύ μάχιμη. Επρεπε κάθε φορά να προσεγγίζω, να βρίσκω, να αναγκάζομαι να αφουγκραστώ το περιβάλλον για να ενσωματωθώ. Κι έτσι απέκτησα καλό εξοπλισμό ακρόασης του περιβάλλοντος.
Μου άρεσε να είμαι σε ένα καθώς πρέπει περιβάλλον και να πετάω φιστίκια στους απέναντι κι αυτό το έκανα κι όταν ήμουν φοιτήτρια...
Ο πατέρας μου θεωρούσε αγράμματους τους ηθοποιούς και δεν ήθελε να κάνω θέατρο μετά το σχολείο. Ήταν κάθετος. Πίστευε ότι θα είναι ντροπή. Ως ατίθαση, απείθαρχη, ανέμελη, που ήμουν, ο πατέρας μου πίστευε ότι εκεί θα τελειώσουν όλα. Κι έτσι μου είπε να πάω στο Πανεπιστήμιο. Είχε δυνατή προσωπικότητα, ο πατέρας μου, και με επηρέαζε πολύ. Ηταν μορφωμένος, είχε χιούμορ, κι εγώ αυτόν τον συνδυασμό τον εκτιμούσα πολύ. Πήγα στο Πανεπιστήμιο, έκανα αγγλική φιλολογία. Κι όταν άρχισε να διδάσκω σε φροντιστήρια κατάλαβα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για μένα κι έφυγα. Τότε πήγα στη δραματική».
«Ολοι οι άνθρωποι που έγραφαν για το τώρα με έχουν επηρεάσει, όπως ο Ψαθάς, ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος, ο Πρετεντέρης: ασχολήθηκαν με το τώρα που συνέβαινε τότε. Δεν υπάρχει το αντίστοιχο σήμερα. Γι' αυτό και στη Δραματική Σχολή, όταν έπεσε στα χέρια μου ο Ψαθάς, παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη παλιός, η γλώσσα του μου ήταν οικεία και δεν απαιτούσε να διασχίσω τις εποχές για να επικοινωνήσω μαζί του. Αυτοί οι άνθρωπο περιέγραψαν με απλότητα αυτό που συνέβαινε.
Από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα να γράφω, έχω στο μυαλό μου τον ηθοποιό. Γενικά μου αρέσει να γράφω πάνω σε ανθρώπους, είμαι πολύ ανθρωποκεντρική. Γράφω πολύ προσωπικά και πολύ εποχιακά. Οσο πιο εποχιακά γράφω τόσο πιο διαχρονικά αποδεικνύονται. Κι αυτό είχαν οι παλιοί. Το ειλικρινά εποχιακό είναι διαχρονικό. Αυτός που θέλει να κάνει μόδα, δεν κρατάει...
Οι «Απαράδεκτοι» προέκυψαν από μια ευλογημένη εμμονή του Γιώργου του Ράλλη, να κάνω κάτι στην τηλεόραση με τους φίλους μου
Πάντα ένιωθα ότι κάτι είχα να πω αλλά δεν τολμούσα να το εκφράσω. Ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα δεν ταίριαζε με τον τρόπο που τα έβλεπαν οι περισσότεροι. Είχα μια δίκη μου οπτική. Κι αυτό που με έσωζε ήταν ότι οι άλλοι γελούσαν. Κι ας τους ακύρωνα με αυτά που έλεγα. Τότε έμοιαζα ανένταχτη, παράξενη. Είχα φίλους, πολλούς φίλους, αλλά όλοι ήμασταν ανένταχτοι. Δεν ήμουν ποτέ με politically correct ανθρώπους. Αλλά οι πολλοί είναι συνήθως στην κανονικότητα. Το διαφορετικό έχει τη γοητεία του, αλλά στην αρχή έτρωγα πόρτα. Το διασκέδαζα όμως. Μου άρεσε να είμαι σε ένα καθώς πρέπει περιβάλλον και να πετάω φιστίκια στους απέναντι κι αυτό το έκανα κι όταν ήμουν φοιτήτρια...».

Comments